- πολυποσία
- και πολυποσίη, ἡ, Α [πολυπότης]η υπερβολική οινοποσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυποσία — πολυποσίᾱ , πολυποσία hard drinking fem nom/voc/acc dual πολυποσίᾱ , πολυποσία hard drinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίᾳ — πολυποσίᾱͅ , πολυποσία hard drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσία — η το να πίνει κανείς πολύ ποτά οινοπνευματώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυποσίας — πολυποσίᾱς , πολυποσία hard drinking fem acc pl πολυποσίᾱς , πολυποσία hard drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαι — πολυποσίᾱͅ , πολυποσία hard drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαν — πολυποσίᾱν , πολυποσία hard drinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαις — πολυποσία hard drinking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίη — πολυποσία hard drinking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίης — πολυποσία hard drinking fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоѣденьѥ — МЪНОГОѢДЕНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что мъного˫адениѥ: Не о брашнѣ ре(ч) г(с)ь сего. вѣмь бо. ˫ако мн(о)гоеденье и питье сквернить чл҃вка. възд(в)ижюще на нь стр(с)ти плотьскы˫а. (πολυποσία) ПНЧ XIV, 193в; постную •а҃•ю не(д)лю. ѿ ѥдиного поста… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)